κορυφώδης
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
κορῠφώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων κορυφήν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1165.
Greek Monolingual
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυφώδης -ες [κορυφή] puntig.
German (Pape)
ες, gipfelartig, sich spitz erhebend, φύματα Hippocr.