κελευθήτης

Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

ου, ὁ, wayfarer, AP6.120 (Leon.: prob. -ίτης).

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Leon. Tar. 60 (VI, 120).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voyageur.
Étymologie: κέλευθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευθήτης -ου, ὁ [κέλευθος] reiziger.

Russian (Dvoretsky)

κελευθήτης: ου adj. m путешествующий, странствующий (ἄνθρωπος Anth.).

Greek Monolingual

κελευθήτης, ὁ (Α)
ο οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + κατάλ. -ήτης (πρβλ. αυλήτης, σκηνήτης)].

Greek Monotonic

κελευθήτης: -ου, ὁ, οδοιπόρος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κελευθήτης: -ου, ὁ, ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 6. 120, πρβλ. κελευθοπόρος.

Middle Liddell

κελευθήτης, ου,
a wayfarer, Anth.