Doric for μηρύομαι.
[ᾱ], dor. = μηρύομαι.
μᾱρύομαι: дор. = μηρύομαι.
μᾱρύομαι: Δωρ. ἀντὶ μηρύομαι.
μαρύομαι (Α)(δωρ. τ.) βλ. μηρύομαι.
μᾱρύομαι: Δωρ. αντί μηρύομαι.