λιπόπνους

Revision as of 14:20, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "n’a" to "n'a")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ουν, contr. for λιπόπνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
1 qui n'a pas de souffle (Hadès);
2 qui a perdu le souffle, mort.
Étymologie: λείπω, πνέω.

Greek Monolingual

λιπόπνους, -ουν, ασυναίρ. -οος, -οον (Α)
1. εγκαταλελειμμένος από την πνοή, άπνους, νεκρός
2. (για τον Άδη) αυτός στον οποίο λείπει κάθε πνοή, στον οποίο επικρατεί νεκρική σιγήλιπόπνους, Ἅιδης», Ορφ. Υμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -πνους (< πνοή)].

Middle Liddell

λῐπό-πνους, ουν πνοή
left by breath, breathless, dead, Anth.