άπνους

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

(AM ἄπνους, -ουν, Α κ. ἄπνοος, -ον)
αυτός που δεν αναπνέει, ο νεκρός
αρχ.
1. ο δίχως πνοή ανέμου
2. αυτός που δεν έχει καλό αερισμό.