παρφυκτός
English (LSJ)
ον, poet. for παραφ(ε)υκτός, to be avoided, τὸ μόρσιμον οὐ π. Pi. P. 12.30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'il faut ou qu'on peut éviter.
Étymologie: παραφεύγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρφυκτός -ον [παραφεύγω] vermijdbaar.
German (Pape)
poet. statt παραφυκτός, zu entfliehen, entrinnbar, Pind. P. 12.50.
Russian (Dvoretsky)
παρφυκτός: [adj. verb. к παρφυγέειν Pind. = παραφυκτός.
Greek (Liddell-Scott)
παρφυκτός: -όν, ποιητ. ἀντὶ παράφυκτος, ὃν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, τὸ μόρσιμον οὐ παρφυκτὸν Πινδ. Π. 12. 53.
English (Slater)
παρφυκτός to be avoided τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν (v.l. οὔ πα φυκτόν) (P. 12.30)