σκοτόδινος

Revision as of 15:47, 20 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ,= σκοτοδινία (dizziness, vertigo), Hp.Aph.4.17, Prorrh.2.30, Aret.SD1.2.

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, = σκοτοδινία, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτόδῑνος: ὁ, = σκοτοδινία, Ἱππ. Ἀφ. 1249, 109Η. - Ἐπίρρ. -νως, Ἀρεταῖ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
η σκοτοδινία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δῖνος«δίνη»].