dificultad
From LSJ
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
Spanish > Greek
ἔνστασις, τὸ δυσπετές, τὸ δυσεργές, ἀτεραμνότης, δυσχρήστημα, δυσέργημα, ἀπόρησις, ἄναντες, δυσχέρεια, δυσέργεια, δυσκολία, τὸ δύσκολον, ἀσχολία, διαπορία, δυσχρηστία, δυσχωρία