θυρσοφορία
English (LSJ)
ἡ, bearing of the thyrsus, Plu.2.671e.
German (Pape)
[Seite 1228] ἡ, das Thyrsustragen, Plut. Symp. 4, 6, 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de porter un thyrse.
Étymologie: θυρσοφόρος.
Russian (Dvoretsky)
θυρσοφορία: ἡ несение тирса Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσοφορία: ἡ, τὸ φέρειν τὸν θύρσον, Πλούτ. 2. 671Ε.
Greek Monolingual
θυρσοφορία, ἡ (Α) θυρσοφόρος
το να κρατά κάποιος θύρσο κατά τις διονυσιακές τελετές.