λυχνοπώλης

Revision as of 13:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ου, ὁ, dealer in lamps or lanterns, Ar. Eq.739.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de lampes.
Étymologie: λύχνος, πωλέω.

German (Pape)

ὁ, Leuchten-, Lampenhändler, Ar. Eq. 739.

Russian (Dvoretsky)

λυχνοπώλης: ου ὁ продавец светильников Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν λύχνους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 739.

Greek Monolingual

λυχνοπώλης, ὁ (Α)
αυτός που πουλά λύχνους ή λυχνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -πώλης (< πωλῶ)].

Greek Monotonic

λυχνοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει λύχνους ή φανάρια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λυχνο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in lamps or lanterns, Ar.