πηλοπλάθος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, potter, Luc.Prom. Es 1.
German (Pape)
[Seite 610] Thon, Lehm formend, aus Lehm, Thon bildend, irdene Waaren verfertigend, Luc. Prom. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
statuaire de terre cuite.
Étymologie: πηλός, πλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
πηλοπλάθος: (ᾰ) ὁ горшечник, гончар Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ, κεραμεύς, Λουκ. Προμ. 1, Müller Archäol. d. K. § 72.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, πηλοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -πλάθος (< θ. πλαθ- του πλάσσω, πρβλ. πλάθ-ανον), πρβλ. χυτρο-πλάθος].
Greek Monotonic
πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ (πλάσσω), αγγειοπλάστης, σε Λουκ.