πηλοπλάθος

Revision as of 14:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, potter, Luc.Prom. Es 1.

German (Pape)

[Seite 610] Thon, Lehm formend, aus Lehm, Thon bildend, irdene Waaren verfertigend, Luc. Prom. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
statuaire de terre cuite.
Étymologie: πηλός, πλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

πηλοπλάθος: (ᾰ) ὁ горшечник, гончар Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ, κεραμεύς, Λουκ. Προμ. 1, Müller Archäol. d. K. § 72.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, πηλοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -πλάθος (< θ. πλαθ- του πλάσσω, πρβλ. πλάθ-ανον), πρβλ. χυτρο-πλάθος].

Greek Monotonic

πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ (πλάσσω), αγγειοπλάστης, σε Λουκ.

Middle Liddell

πηλοπλᾰ́θος, ὁ, πλάσσω
a potter, Luc.