κιθαριστικῶς
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
French (Bailly abrégé)
adv.
en jouant de la cithare.
Étymologie: κιθαριστικός.
Russian (Dvoretsky)
κῐθᾰριστικῶς: играя на кифаре Plut., Sext.