πιστικῶς
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
adv.
fidèlement.
Étymologie: πιστικός¹.
πιστικῶς: верно: π. ἔχειν πρός τινα Plut. сохранять верность кому-л.