περιέργως
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
French (Bailly abrégé)
adv.
avec une curiosité indiscrète.
Étymologie: περίεργος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. περίεργος.
Russian (Dvoretsky)
περιέργως: из праздного любопытства (ἐκπυνθάνεσθαι τὰς αἰτίας Plut.).