πολλοστῶς
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
French (Bailly abrégé)
adv.
à une grande distance, très secondairement.
Étymologie: πολλοστός.
Russian (Dvoretsky)
πολλοστῶς: в очень небольшой степени (δευτέρως καὶ π. Arst.).