παρῆλιξ

Revision as of 11:55, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ,
A no longer young, elderly, of advanced age, past one's prime, Plu.Alex.32: with neut., παρήλικα παιδικά AP12.228 (Strat.): Comp. παρηλικέστερος Sor.1.15.
II past the age-limit of service, POxy.1257.2 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 520] ὁ, ἡ, wie πάρηβος, abnehmend an Kraft; Plut. Alex. 32 u. öfter; παρήλικα παιδικά, Strat. 70 (XII, 228); Sp. haben den compar. παρηλικέστερος.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ, ἡ)
qui n'est plus dans la force de l'âge, qui est sur son déclin.
Étymologie: παρά, ἧλιξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ῆλιξ -ικος op leeftijd.

Russian (Dvoretsky)

παρῆλιξ: ῐκος adj. старящийся, пожилой Plut., Anth.

Greek Monotonic

παρῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που υπερβαίνει τη νεότητα, ηλικιωμένος, γηραιός, σε Πλούτ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

παρῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ πάρηβος, ὁ ὑπερβὰς τὴν νεανικὴν ἀκμήν, Πλουτ. Ἀλέξ. 32˙ μετ’ οὐδετ., παρήλικα παιδικὰ Ἀνθ. Π. 12. 228˙ ἴδε ὁμῆλιξ καὶ πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 289.

Middle Liddell

παρ-ῆλιξ, ῐκος,
past one's prime, Plut., Anth.