ἀκμήν
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
English (LSJ)
acc. of ἀκμή, used as adverb,
A as yet, still, A.Fr.451 G, Men. in Cod.Vat.Gr.122; un-Attic acc. to Phryn.100, but cf. Hyp.Fr.116; τὰ σκευοφόρα.. ἀκμὴν διέβαινε were just crossing the river, X.An.4.3.26, cf. Plb.1.13.12, Theoc.4.60, AP7.141 (Antiphil.), Phld.Ir.p.29 W., Ev.Matt.15.16, etc.; νέος ἀ. Theoc.25.164; strengthened, ἀκμὴν ἔτι Plb.14.4.9, 15.6.6; ἔτι ἀ. Sor.1.26.
II = ἀκμαίως, Cratin.in Cod.Vat.Gr.122: perhaps, = much, OGI201.13 (Nubia).
Spanish
con mucho, en ese momento, en este momento de ahora, en la culminación, entonces, todavía
German (Pape)
[Seite 75] (der acc. des vorigen), a) = ἄρτι, im Augenblick, eben jetzt, ὁ ὄχλος ἀκμὴν διέβαινε Xen. An. 4, 3, 26; vgl. Pol. 1, 25, 2. 10, 39, 5 u. öfter; bei Isocr. 1, 3 hat Bekk. σοὶ μὲν ἀκμὴ φιλοσοφεῖν für ἀκμὴν φιλοσοφεῖς geschr. – b) = ἔτι, noch, wovor die Atticisten warnen, Hyperid. in B. A. 77 u. Sp., wie Theocr. 4, 60; Strato. 90 (XII, 251); mit ἔτι verb., Pol. 14, 4, 9; vgl. Anacr. 33.
Russian (Dvoretsky)
ἀκμήν: дор. ἀκμάν adv. как раз, только что Xen., Theocr., Polyb., Sext., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκμήν: αἰτ. τοῦ ἀκμή, ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., πολὺ ὅμοιον τῷ ἔτι = ἀκόμη, ἔτι, λίαν σπάνιον παρ’ Ἀττ., τὰ σκευοφόρα ... ἀκμὴν διέβαινεν, ἀκόμη διέβαινον τὸν ποταμὸν, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 26. (Ἰσοκρ. 1C διωρθώθη ἤδη, ἴδε ἀκμὴ ΙΙΙ)· συχν. παρὰ Πολυβ. ὡς 1. 13, 12., 3. 17. 5, καὶ ἀλλ.: ὡσαύτ. Θεόκρ. 4. 60., Ἀνθ. Π. 7. 141, Εὐαγ. κ. Ματθ. ιε΄, 16, κτλ., ἀκμὴν νέος ὤν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6864· ἐπιτεταμένον, ἀκμὴν ἔτι, Πολύβ. 14. 4, 9., 15. 6. 6.
English (Strong)
accusative case of a noun ("acme") akin to ake (a point) and meaning the same; adverbially, just now, i.e. still: yet.
Greek Monolingual
ἀκμὴν (Α)
1. ακόμη, τώρα δα, μόλις
2. (επιτατ.) ἀκμὴν ἔτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτιατική του ουσιαστικού ἀκμὴ με επιρρηματική χρήση
βλ. ακμή.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακόμη].
Greek Monotonic
ἀκμήν: αιτ. του ἀκμή, χρησιμ. ως επίρρ.
I. μόλις, τώρα δα, σε Ξεν.
II. ακόμη, έτι, σε Θεόκρ., Κ.Δ.
Chinese
原文音譯:¢km»n 阿克門
詞類次數:副詞(1)
原文字根:(時間的) 點
字義溯源:此刻,到如今;源自(ἀκέραιος)X*=點)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 到如今(1) 太15:16