τοπικῶς
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
French (Bailly abrégé)
adv.
par rapport au lieu, d'un point de vue local.
Étymologie: τοπικός.
Russian (Dvoretsky)
τοπικῶς: в смысле (чисто) протяженном (οὐ τ., ἀλλὰ σωματικῶς Plut.).