αὐλάκιον
English (LSJ)
τό, little furrow, Dim. of αὖλαξ, Sch.D.T.p.196H.
Spanish (DGE)
-ου, τό dim. de αὖλαξ surco pequeño Sch.D.T.196.3.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλάκιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ αὖλαξ, Α. Β. 794.
Greek Monolingual
το
βλ. αυλάκι.
τό, little furrow, Dim. of αὖλαξ, Sch.D.T.p.196H.
-ου, τό dim. de αὖλαξ surco pequeño Sch.D.T.196.3.
αὐλάκιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ αὖλαξ, Α. Β. 794.
το
βλ. αυλάκι.