ὀκτάμετρος

Revision as of 09:10, 24 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, octametric, of eight measures: ὀκτάμετρον, τό, octameter, Sch.Heph.p.132 C.

German (Pape)

[Seite 317] von acht Maaßen, Versfüßen, Gramm.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀκτάμετρος, -ον)
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο οκτάμετρος και το οκτάμετρο
στίχος που αποτελείται από οκτώ μέτρα, δηλ. από οκτώ μετρικούς πόδες
νεοελλ.
αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος οκτώ μέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -μετρος (< μέτρον)].