Πενία
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la Pauvreté personnifiée.
Étymologie: πενία.
Russian (Dvoretsky)
Πενία: ион. Πενίη ἡ Пения (олицетворение или божество бедности) Her., Plat.