ἐγκαταμείγνυμαι

Revision as of 14:36, 29 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Middle Liddell


Pass. to be mixed in or be mixed with, c. dat., Isocr.

Spanish

entremezclarse, inmiscuirse

Greek Monotonic

ἐγκαταμίγνυμαι: Παθ., συμπλέκομαι, καυγαδίζω, έρχομαι στα χέρια, με δοτ., σε Ισοκρ.