кровотечение
From LSJ
Russian > Greek
αἱμάς, ἀνάρρηξις αἱμάτων, αἱμάτωσις, αἱμορραγία, αἱμορραγίη, αἱμόρροια, αἱματόρροια, αἱμόρρυσις, αἱμόρροϊα, αἱμορροΐς, ἐξάντλησις
αἱμάς, ἀνάρρηξις αἱμάτων, αἱμάτωσις, αἱμορραγία, αἱμορραγίη, αἱμόρροια, αἱματόρροια, αἱμόρρυσις, αἱμόρροϊα, αἱμορροΐς, ἐξάντλησις