λευκόδους
German (Pape)
[Seite 33] οντος, weißzahnig.
Greek Monolingual
ο, η
αυτός που έχει λευκά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ὀδούς (πρβλ. καρχαρόδους)].
[Seite 33] οντος, weißzahnig.
ο, η
αυτός που έχει λευκά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ὀδούς (πρβλ. καρχαρόδους)].