ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
ο / χαλκωματᾱς, ΝΑ, και χαρκωματάς Ν, και χαρκωματᾱς Α
χαλκουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα, χαλκώματος + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. πλακουντᾶς, σαγματᾶς)].