χαμαίμηλο
From LSJ
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
Greek Monolingual
το / χαμαίμηλον, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) βοτ. το χαμομήλι
αρχ.
1. το φυτό ανθεμίς
2. το φυτό παρθένιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + μῆλον (πρβλ. κιτρόμηλον, κροκόμηλον)].