χαμαίμηλο
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Greek Monolingual
το / χαμαίμηλον, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) βοτ. το χαμομήλι
αρχ.
1. το φυτό ανθεμίς
2. το φυτό παρθένιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + μῆλον (πρβλ. κιτρόμηλον, κροκόμηλον)].