γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
τὸ, Ατρόφιμα, προμήθειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. πυρίδιον)].