νοοσύνθετος
Greek (Liddell-Scott)
νοοσύνθετος: ὁ ἐκ τοῦ νοῦ σύνθετος, Ἐπίγραμμ. πρὸ τῶν Σχολ. Μαξίμου εἰς Διον. Ἀρεοπ.
Greek Monolingual
νοοσύνθετος, -ον (Α)
αυτός που έχει συντεθεί από τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + σύνθετος (πρβλ. κακοσύνθετος, λεπτοσύνθετος)].