νεκρόζωος
Greek (Liddell-Scott)
νεκρόζωος: -ον, καὶ νεκρὸς καὶ ζῶν, ἡμιθανής, «μισοζώντανος», Νικήτ. Εὐγ. 3. 355.
Greek Monolingual
νεκρόζωος, -ον (Μ)
ημιθανής, νεκροζώντανος, μισοπεθαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- -ζωος (< ζωή), πρβλ. ολιγόζωος].
νεκρόζωος: -ον, καὶ νεκρὸς καὶ ζῶν, ἡμιθανής, «μισοζώντανος», Νικήτ. Εὐγ. 3. 355.
νεκρόζωος, -ον (Μ)
ημιθανής, νεκροζώντανος, μισοπεθαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- -ζωος (< ζωή), πρβλ. ολιγόζωος].