τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
νοσουργός, ὁ (Α)δηλητηριώδης, ολέθριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μουσουργός].