πολυδόνητος
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Greek (Liddell-Scott)
πολυδόνητος: -ον, ὁ πολὺ δονούμενος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 15. 396.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οιστροδόνητος].