σαρκοβλέπτης
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοβλέπτης: -ου, ὁ μόνον πρὸς τὴν σάρκα ἀποβλέπων, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
αυτός που αποβλέπει μόνο στην σάρκα, στις υλικές και σωματικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -βλέπτης (< βλέπω + κατάλ. -της), πρβλ. οξυβλέπτης].