σαρκοβλέπτης

Revision as of 11:34, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοβλέπτης: -ου, ὁ μόνον πρὸς τὴν σάρκα ἀποβλέπων, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που αποβλέπει μόνο στην σάρκα, στις υλικές και σωματικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -βλέπτης (< βλέπω + κατάλ. -της), πρβλ. οξυβλέπτης].