Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
το, Νη ραβδιστήρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ραβδίζω + επίθημα -τήρι(ον), πρβλ. σκαλιστήρι].