σιδηρόχρωμος
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα του σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ποικιλόχρωμος].
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα του σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ποικιλόχρωμος].