εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν → blessed are You, o Christ Our God
συντομουργός: -όν, ὁ συντόμως ἐργαζόμενος, Πισίδ.
-όν, Μαυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, κομψοτεχνήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντομος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἀγαθουργός].