υψιτενής
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
-ές / ὑψιτενής, -ές, ΝΜ
αυτός που εκτείνεται σε ύψος, ψηλός.
επίρρ...
υψιτενώς Ν
κατά τρόπο υψιτενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -τενής (< τείνω), πρβλ. πολυτενής].