πορφυροκλέπτης

Revision as of 08:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ου, ὁ, stealer of purple, D.L.6.57.

German (Pape)

[Seite 686] ὁ, der Purpurdieb, D. L. 6, 57.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠροκλέπτης: ου ὁ крадущий пурпур, похититель пурпура Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κλέπτων πορφύραν, Διογ. Λ. 6. 57.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κλέβει πορφύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κλέπτης.