Θεσσαλίς

Revision as of 08:30, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. Θεσσαλός.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f;
c.
Θεσσαλός.

Greek Monolingual

Θεσσαλίς και αττ. τ. Θετταλίς, ἡ (Α)
1. θηλ. του Θεσσαλός, η Θεσσαλή
2. ως κοινό ουσ. είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Θηλ. του Θεσσαλός].

Russian (Dvoretsky)

Θεσσᾰλίς:
I атт. Θεττᾰλίς, ίδος adj. f фессалийская (κυνῆ Soph.; νύμφη Eur.).
II атт. Θεττᾰλίς, ίδος ἡ фессалиянка Plat.

English (Woodhouse)

Thessalian woman, Thessalian