παιδιακήσιος

Revision as of 15:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, παιδαριώδης («παιδιακήσια αφέλεια»)
2. παιδικός («παιδιακήσιες φωνές»).
επίρρ...
παιδιακήσια
με τρόπο που αρμόζει σε παιδί, με παιδικό ή παιδαριώδη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδιακός + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουνήσιος)].