requisition
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
command: P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό; see command.
verb transitive
P. and V. ἐπιτάσσειν (τί τινι), προστάσσειν (τί τινι), P. ἐπαγγέλλειν (τι).
command: P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό; see command.
P. and V. ἐπιτάσσειν (τί τινι), προστάσσειν (τί τινι), P. ἐπαγγέλλειν (τι).