διακορίζω
English (LSJ)
A = διακορέω, Hsch. s.v. διακόρισται.
II Med., (κόρη III) gaze intently, Id.
Spanish (DGE)
desvirgar αὐτὴν Sch.A.Th.532j, en v. pas. Hsch.
German (Pape)
[Seite 583] = διακορεύω, VLL. – Med. nach Hesych. = scharf ansehen.
Greek (Liddell-Scott)
διακορίζω: διακορέω, Ἡσύχ. ἐν λ. διακεκόρισται. ΙΙ. (κόρη ΙΙΙ) ἀτενῶς βλέπω, Ἡσύχ.