προσθύμιος

Revision as of 09:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ῡ], poet. ποτιθύμιος, ον, according to one's mind, welcome, AP6.288 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 766] nach Jemandes Sinn, gemüthlich, angenehm, τινί.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conforme au désir de, bienvenu de, dat..
Étymologie: πρός, θυμός.

Russian (Dvoretsky)

προσθύμιος: дор. ποτῐθύμιος 2 (ῡ) приятный, желанный (ἔργα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

προσθύμιος: [ῡ], -ον, καταθύμιος, εὐάρεστος, τινι Ἀνθ. Π. 6. 288.

Greek Monolingual

-ον, Α
ευάρεστος, καταθύμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -θύμιος (< θυμός), πρβλ. καταθύμιος].

Greek Monotonic

προσθύμιος: -ον (θῡμός), αυτός που βρίσκεται στο μυαλό κάποιου, ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος, τινι, σε Ανθ.

Middle Liddell

προσ-θύμιος, ον, [θῡμός]
according to one's mind, welcome, τινι Anth.