θηρευτήρ
English (LSJ)
θηρευτῆρος, ὁ, = θηρευτής (hunter, huntsman, fisher), Opp. C. 1.449.
German (Pape)
[Seite 1209] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Her. 2, 70, l. d.; Opp. C. 1, 449.
Greek (Liddell-Scott)
θηρευτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 449.
Greek Monolingual
θηρευτήρ, ό και θηλ. θηρεύτρια (Α) θηρεύω
1. ο θηρευτής, ο κυνηγός
2. (το θηλ. και ως επίθ.) θηρευτική, κυνηγετική.