χορτοπώλης
English (LSJ)
χορτοπώλου, ὁ, = χορτοπράτης (hay-dealer), PLond. 3.1177.254 (ii AD).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
πωλητής χόρτου, πωλητής σανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -πώλης].
χορτοπώλου, ὁ, = χορτοπράτης (hay-dealer), PLond. 3.1177.254 (ii AD).
ο, ΝΜΑ
πωλητής χόρτου, πωλητής σανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -πώλης].