ἀμφίγειος
English (LSJ)
ἀμφίγειον, with land on both sides, θάλασσα Phot., Suid.S.v. πορθμός.
Spanish (DGE)
-ον
situado entre dos tierras θάλασσα Phot.s.u. πορθμός, Sud.s.u. πορθμός.
Greek Monolingual
-ο (ν) (Μ ἀμφίγειος)
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.)
τα αμφίγεια
στενές δίοδοι της θάλασσας, στενά, κανάλια
μσν.
λέγεται για τη θάλασσα που έχει και από τα δύο μέρη γη, δηλ. για τον πορθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γειος < γῆ].