ἀμφίγειος

Revision as of 09:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀμφίγειον, with land on both sides, θάλασσα Phot., Suid.S.v. πορθμός.

Spanish (DGE)

-ον
situado entre dos tierras θάλασσα Phot.s.u. πορθμός, Sud.s.u. πορθμός.

Greek Monolingual

-ο (ν) (Μ ἀμφίγειος)
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.)
τα αμφίγεια
στενές δίοδοι της θάλασσας, στενά, κανάλια
μσν.
λέγεται για τη θάλασσα που έχει και από τα δύο μέρη γη, δηλ. για τον πορθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γειος < γῆ].