λαμπρυντής

Revision as of 09:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

λαμπρυντοῦ, ὁ, bearing oneself proudly, ἵππος Antisth. ap. D.L. 6.7.

German (Pape)

[Seite 13] ὁ, sich im Glanz und Prunk zeigend, ἵππος, ein sich brüstendes Prunkpferd, D. L. 6, 7.

Russian (Dvoretsky)

λαμπρυντής: οῦ adj. m красующийся, горделивый (ἵππος Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

λαμπρυντής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑπερηφάνως βαδίζων, ἵππος λ. Διογ. Λ. 6. 7.

Greek Monolingual

ο (Α λαμπρυντής) λαμπρύνω
αυτός που δοξάζει, που προσδίδει αίγλη σε κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που κάνει κάτι να λάμπει
2. στιλβωτής παπουτσιών.