λαμπρυντής
English (LSJ)
λαμπρυντοῦ, ὁ, bearing oneself proudly, ἵππος Antisth. ap. D.L. 6.7.
German (Pape)
[Seite 13] ὁ, sich im Glanz und Prunk zeigend, ἵππος, ein sich brüstendes Prunkpferd, D. L. 6, 7.
Russian (Dvoretsky)
λαμπρυντής: οῦ adj. m красующийся, горделивый (ἵππος Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρυντής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑπερηφάνως βαδίζων, ἵππος λ. Διογ. Λ. 6. 7.
Greek Monolingual
ο (Α λαμπρυντής) λαμπρύνω
αυτός που δοξάζει, που προσδίδει αίγλη σε κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που κάνει κάτι να λάμπει
2. στιλβωτής παπουτσιών.