στιλβωτής

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στιλβωτής Medium diacritics: στιλβωτής Low diacritics: στιλβωτής Capitals: ΣΤΙΛΒΩΤΗΣ
Transliteration A: stilbōtḗs Transliteration B: stilbōtēs Transliteration C: stilvotis Beta Code: stilbwth/s

English (LSJ)

στιλβωτοῦ, ὁ,= colorator, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 943] ὁ, der glänzend machende, Polirer (?).

Greek (Liddell-Scott)

στιλβωτής: -οῦ, ὁ, ὁ στιλβώνων, λαμπρύνων, «γυαλιστής», Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ στιλβῶ, -ώνω
1. τεχνίτης που ασχολείται με το στίλβωμα διαφόρων επιφανειών
2. επαγγελματίας που ασχολείται με το βάψιμο και το γυάλισμα παπουτσιών, λούστρος.