εὐπερίχυτος

Revision as of 09:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εὐπερίχυτον, easily diffused, ib.954d, Herm. ap. Stob.1.49.44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se répand facilement autour.
Étymologie: εὖ, περιχέω.

German (Pape)

leicht umherzugießen, sich leicht verbreitend, Plut. prim.frig. 21.

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίχῠτος: легко разливающийся, текучий (στοιχεῖον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίχῠτος: -ον, ὁ ῥᾳδίως περιχεόμενος, Πλούτ. 2. 954D.

Greek Monolingual

εὐπερίχυτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιχέεται εύκολα
2. (κατ' επέκταση) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-χέω].