ματτυοκόπης
English (LSJ)
ματτυοκόπου, ὁ, a nickname, = ματτυολοιχός, Amm.Marc.15.5.4.
Greek Monolingual
ματτυοκόπης, ὁ (Α)
παρωνύμιο αισχρού άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + κοπή.
ματτυοκόπου, ὁ, a nickname, = ματτυολοιχός, Amm.Marc.15.5.4.
ματτυοκόπης, ὁ (Α)
παρωνύμιο αισχρού άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + κοπή.